- μικρογραφῶ
- μικρογραφέωwrite with a short vowelpres subj act 1st sg (attic epic doric)μικρογραφέωwrite with a short vowelpres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μικρογραφώ — (Α μικρογραφῶ, έω) νεοελλ. 1. καταγίνομαι με την τέχνη τής μικρογραφίας, αναπαριστώ πρόσωπα και αντικείμενα σε πολύ μικρές διαστάσεις ή με λεπτότατες γραμμές 2. διακοσμώ με μικρογραφίες αρχ. γράφω με βραχύ φωνήεν. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + γραφῶ… … Dictionary of Greek
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek